χωριστόν

χωριστόν
χωριστός
separable
masc acc sg
χωριστός
separable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ousia — Der griechische Begriff ousia (griechisch οὐσία) ist ein zentraler Begriff der antiken griechischen Metaphysik und Ontologie. Es handelt sich um ein vom Partizip seiend abgeleitetes Substantiv.[1] Die geläufigste und zugleich… …   Deutsch Wikipedia

  • “ПАРМЕНИД” —     “ПАРМЕНИД” (Παρμενίδης, ή Περί Ιδεών, λογικός подзаголовок: “Об идеях, логический”) диалог Платона. Написан в 360 е IT. до н. э. В “Пармениде” Платон подвергает критике собственную теорию идей, изложенную в ранних сократических диалогах и в… …   Философская энциклопедия

  • σκεπαστικός — ή, ό / σκεπαστικός, ή, όν, ΝΑ [σκεπάζω] κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία]» (φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που… …   Dictionary of Greek

  • χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”